τυμπανοκρουσία — η 1. η κρούση του τύμπανου, το παίξιμο του τύμπανου. 2. μτφ., θορυβώδης και επιδεικτική διαφήμιση, διαλάληση: Κυκλοφόρησε το νέο απορρυπαντικό με τυμπανοκρουσίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατυμπανίζω — διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία … Dictionary of Greek
προσκλητήριο — το, Ν 1. έγγραφο ή έντυπο σημείωμα ή δελτίο με το οποίο γίνεται μια πρόσκληση (α. «προσκλητήριο χορού β. «μάς έστειλαν προσκλητήρια για τον γάμο τής κόρης τους») 2. στρ. α) συγκέντρωση στρατιωτικής μονάδας σε παράταξη, με σκοπό τον έλεγχο τής… … Dictionary of Greek
ταμ ταμ — το, Ν 1. χάλκινο κρόταλο ή τύμπανο 2. μουσ. α) μορφή κινεζικού γκονγκ από σφυρηλατημένο μπρούντζο, η επιφάνεια τού οποίου είναι επίπεδη και το χείλος του ελαφρά ανασηκωμένο β) ξύλινο αφρικανικό τύμπανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μετάδοση… … Dictionary of Greek
τυμπανίζω — ΝΑ, και τουμπανίζω και τουμπανιάζω Ν [τύμπανον / τούμπανο] 1. παίζω τύμπανο 2. μτφ. ξυλοκοπώ κάποιον δυνατά, τόν δέρνω αλύπητα μσν. διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία, διατυμπανίζω αρχ. 1. χτυπώ κάτι σαν τύμπανο 2. (για ρήτορα) κάνω βίαιες… … Dictionary of Greek
τυμπανιαίος — α, ο, Ν (κυρίως για πτώμα) διογκωμένος σαν τύμπανο. επίρρ... τυμπανιαίως σαν με τυμπανοκρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + κατάλ. ιαίος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1744 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
τυμπανισμός — ο, ΝΜΑ [τυμπανίζω] η κρούση τύμπανου, τυμπανοκρουσία, η οποία κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως στις τελετές προς τιμήν τής Κυβέλης και τού Διονύσου νεοελλ. 1. ήχος τύμπανου 2. (ιατρ. κτην.) α) ο τυμπανικός ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση… … Dictionary of Greek
τυμπανισμός — ο 1. χτύπημα του τύμπανου, τυμπανοκρουσία. 2. εξόγκωση της κοιλιάς από αέρια ή από άλλη αιτία. 3. ο ήχος ορισμένων μερών του σώματος που ακούγεται στην επικρουσή τους από το γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)